- ὑπονόμου
- ὑπόνομοςunderminedmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποχέτευση — Σύστημα υπονόμων και σωλήνων που χρησιμεύουν για να μεταφέρουν μακριά από ορισμένες ζώνες, ιδιαίτερα τις κατοικημένες, τα υγρά και καμιά φορά και τα στερεά απορρίμματα (λύματα). Διακρίνουμε δύο κατηγορίες υδάτων προς α., τα ακάθαρτα και τα νερά… … Dictionary of Greek
αντιδιόρυξη — η διόρυξη σήραγγας ή υπονόμου για να συναντηθεί με άλλη που έχει αντίθετη διεύθυνση … Dictionary of Greek
εκχωρητήριο — το 1. η νομική πράξη με την οποία εκχωρείται κάτι 2. το έγγραφο τής εκχωρήσεως 3. σκαμμένοι χώροι σε διάφορα σημεία υπονόμου (εσοχές), όπου μπορεί να παραμερίσει κανείς για να περάσει κάποιος που έρχεται από αντίθετη κατεύθυνση … Dictionary of Greek
ιλυοδόχη — η στόμιο υπονόμου ή οχετού το οποίο βρίσκεται στα άκρα τών πεζοδρομίων και χρησιμεύει για να συγκεντρώνει τα νερά τών βροχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλύς, ύος + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. αμμο δόχη, καπνο δόχη] … Dictionary of Greek
κιούγκι — το σωλήνας υπονόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kunk] … Dictionary of Greek
μπούκα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Οικισμός (15 κάτ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πύργου. 2. Οικισμός (36 κάτ.) του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερινεού. * * * η 1. σήραγγα, υπόνομος 2. στόμιο, ιδίως πυροβόλου, υπονόμου… … Dictionary of Greek
ορυκτικός — ὀρυκτικός, ή, όν (Α) [ορύκτης] κατάλληλος για όρυξη ή για την κατασκευή σήραγγας ή υπονόμου («ἐργαλεῑον ὀρυκτικόν», λεξ. Σούδα) … Dictionary of Greek
σχάρα — η / ἐσχάρα, ΝΜΑ, και σκάρα και λόγιος τ. εσχάρα Ν, και σχάρα Μ, και ιων. τ. έσχάρη Α 1. μαγειρική συσκευή από παράλληλες σιδερένιες ράβδους συνδεδεμένες στα άκρα τους πάνω στην οποία ψήνονται κρέατα, ψάρια και εδέσματα («ψάρια στη σχάρα») 2.… … Dictionary of Greek
υδατικός — ή, ό / ὑδατικός, ή, όν, ΝΑ [ὕδωρ, ὕδατος] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νερό 2. φρ. α) «υδατική κρέμα» ειδική καλλυντική κρέμα η οποία χρησιμοποιείται ως μέσο ενυδάτωσης τού δέρματος β) «υδατικές δουλείες» (νομ.) οι δουλείες… … Dictionary of Greek
υπονομεύς — έως, ὁ, Α εργάτης υπονόμου υπόγειου υδραγωγείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπόνομος + κατάλ. εύς (πρβλ. τομ εύς)] … Dictionary of Greek